- μαντί
- μαντί και μαντίον, τὸ (Μ)βλ. μαντίον.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μάντι — μάντις diviner masc voc sg μάντῑ , μάντις diviner masc dat sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γουότερς, Μάντι — (Muddy Waters, 1915 – 1983). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του αφροαμερικανού συνθέτη, κιθαρίστα και τραγουδιστή Μακ Κίνλεϊ Μόργκανφιλντ (McKinley Morganfield). Ο Γ. θεωρείται ίσως ο σπουδαιότερος μουσικός μπλουζ του 20ού αι. Αναμόρφωσε την αποκαλούμενη … Dictionary of Greek
Ααΐν Μάντι — Χωριό της Σαχάρας, στους πρόποδες του Τζεμπέλ Αμούρ. Στο Α.Μ. γεννήθηκε ο ιδρυτής του Τάγματος των Τιτζανίγια, που κήρυτταν την τυφλή υπακοή του λαού στους κυβερνήτες του. Το 1838 ο εμίρης Α. Κερίμ κυρίευσε το Α.Μ., γιατί οι κάτοικοί του… … Dictionary of Greek
μάντις — μάντῑς , μάντις diviner masc acc pl (epic doric ionic aeolic) μάντις diviner masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
-ικός — (ΑΜ ικός) κατάλ. που προήλθε από τον συνδυασμό τού ΙΕ επιθήματος kο με θέματα σε i . Στην Ελληνική ο συνδυασμός αυτός παραμένει ευδιάκριτος σε επίθ. όπως φυσι κό ς (< φύσι ς), μαντι κό ς (< μάντι ς). Το ΙΕ επίθημα * kο υπήρξε παραγωγικότατο … Dictionary of Greek
μαντοφόρος — μαντοφόρος, ὁ (Μ) (για κληρικούς) αυτός που φορά μαντί, κυκλοειδές ωμοφόριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαντί + φόρος*] … Dictionary of Greek
МАНТО — (Μαντώ), в греческой мифологии дочь слепого фиванского прорицателя Тиресия, его поводырь, сообщавшая ему о различных приметах. М. сама обладала пророческими способностями и после смерти отца и взятия Фив эпигонами (детьми павших вождей в войне… … Энциклопедия мифологии
Τομούροι — και Τόμουροι και Τόμουραι, οἱ, Α 1. οι ιερείς τού Διός στη Δωδώνη («εἰ μὲν κ αἰνήσωσι Διὸς μεγάλοιο Τομοῡροι», Ομ. Οδ.) 2. συνεκδ. (κατά τον Λυκόφρ.) «τόμουρε μάντι». [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, ο τ. προέρχεται με απλοποίηση από… … Dictionary of Greek
μάντης — ο και μάντις, ο, η, θηλ. και μάντισσα (AM μάντις, εως, ὁ, ἡ, Α ιων. γεν. ιος, Μ θηλ. και μάντισσα) 1. αυτός που ασχολείται με τη μαντική, αυτός που προλέγει τα μέλλοντα, ο προφήτης («ὠργίζοντο δὲ καὶ τοῑς χρησμολόγοις καὶ μάντεσι», Θουκ.) 2.… … Dictionary of Greek